Το τελευταίο τρίμηνο η σκέψη μου και οι εμπειρίες που
περιστασιακά βιώνω για κάποιο παράξενο λόγο, σύμπτωση, δεν ξέρω, σχετίζονται με
τον θάνατο, όχι μόνο τον φυσικό, αλλά και μια τόσο μεγάλη αλλαγή στην εικόνα
που μπορεί να έχεις για κάποιον, ή κάποια κατάσταση που ζεις τόσο, που βιώνεται
ως «σχεδόν» θάνατος.
Σήμερα ένας γλυκός φίλος μου πρότεινε να δούμε το «Άγριες
φράουλες» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ενώ δηλώνω άσχετη με τις ταινίες, τις αγαπώ και
παρότι είμαι λίγο δύσπιστη μαζί τους, αυτή η ταινία ήταν το τελευταίο κομμάτι ενός
προσωπικού παζλ.
Ζούμε τον εαυτό μας μέσα στην καθημερινότητα μας, άθελα μας,
σαν να είναι αιώνιος. Το ίδιο κάνουμε και με τους κοντινούς μας ανθρώπους, που
συναναστρεφόμαστε. Έχουμε την θλιβερή
εντύπωση πως έχουμε την πολυτέλεια να μην είμαστε οι εαυτοί μας 100%, γιατί
έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας, εντάξει, κάποτε θα γίνουμε οι εαυτοί μας,
υπάρχει χρόνος όμως πολύς, σωστά?.. Πληγωνόμαστε στις σχέσεις μας, γιατί δεν ξέρουμε
να είμαστε οι αυθεντικοί εμείς, εμείς που κλαίμε, που στεναχωριόμαστε, που
έχουμε επιθυμίες, που απογοητευόμαστε, κι ακόμα και τότε μπορεί ακόμα να νοιαζόμαστε. Όχι
βέβαια. «Αν με έβλαψες, πώς να σε νοιαστώ»? Είμαστε αυτοί που οι άλλοι θέλουνε να
δούνε. Οι Κύριοι τέλειοι. Οι αλάνθαστοι. Αυτοί που αποδεχόμαστε τα πάντα
ακατέργαστα, απλώς για να μην νιώσουμε μέσα στο πετσί μας και να μην δείξουμε και στους άλλους τι νιώσαμε. Λέμε «θα περάσει» και περνάει όντως δίχως να μοιραστώ, το εγώ συνεχίζει την πορεία του.
Κι οι
εμπειρίες γίνονται μενού και οι άνθρωποι
της ζωής μας περαστικοί και «καταχωρημένοι».
Ξεχνιούνται μέσα σε ένα σύννεφο επιφανειακότητας και αδυναμίας.
Κι αντί να γεμίζω, αδειάζω.
Κι αντί να γεμίζω, αδειάζω.
Μήπως άραγε μπορώ και να νιώσω και να το αφήσω να φύγει? Μήπως μπορώ να
δείξω πως δεν είμαι ατσάλινος/η, λυγίζω, μοιράζομαι? Μοιράζομαι σημαίνει συνδέομαι μέσω καρδιάς. Απομακρυνόμαστε από
την καρδιά μας και φερόμαστε ψυχρά, σαν να μην μας νοιάζει να αφαιρούμε
ανθρώπους από την ζωή μας, λες κι έχουμε καμιά 7.000 μέσα μας. Ύπουλο όργανο η καρδιά. Έχει τις μεγαλύτερες άμυνες, κάστρο
μεσαιωνικό, με νερό στη μέση για προστασία. Δεν νιώθω τίποτα. Ο εχθρός δεν υπάρχει,
κι αν υπήρχε έχει ήδη φύγει. Ή ίσως και να τον σκότωσα.
Τι ζωή.. Να δέχεσαι το «δε νιώθω». Να το αποδέχεσαι
και να το κοιτάς κατάματα. Και να μην μπορείς να δράσεις, η να μην θέλεις. Να αφήνεις την ψυχρότητα να σε γεμίζει σαν να μην έχεις επιλογή. Έχεις, μην γελιέσαι.Όμως δεν είναι εύκολο κι ούτε απλό.
Στα 76 του, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Victor Sjöström, μόνο προς στο τέλος αναγνωρίζει την ψυχρότητα του, νιώθει για πρώτη φορά να συνδέεται με την καρδιά του κι αυτή με τους γύρω του.
Η ζέστη μας συνδέει, όχι το κρύο...
Το ουράνιο τόξο έχει άπειρα χρώματα μέσα του, δεν είναι ασπρόμαυρο.
Το ουράνιο τόξο έχει άπειρα χρώματα μέσα του, δεν είναι ασπρόμαυρο.