Ζεις μια ζωή μοναχική..
με παρέες, οικογένεια, γιορτές, άπειρη γνώση, γενναιοδωρία απεριόριστη...
όμως είσαι μόνος.
Τα συναισθήματα, τα κρατάς για σένα, τα πνίγεις, τα εξαφανίζεις,
τα καταπιέζεις, τα αρνίεσαι, που τα πας δεν ξέρω,
αλλά δεν τα ζεις..
Δεν ζητάς, δεν μοιράζεσαι συνειδητά την αγάπη, δεν επικοινωνείς,
δεν αποδέχεσαι, αντιδράς, κρίνεις γιατί δεν είσαι σίγουρος τι άλλο πρέπει να κάνεις...Έχεις μέσα σου μια οργή δίχως ήχο, δίχως ρυθμό, μια συνεχή σύγκρουση που άλλοτε εκρήγνυται άλλοτε αδιαφορεί για την ζωή την ίδια.
Ζείς ακούσια μόνος, δεν συνειδητοποιείς πως δεν το διάλεξες.
Έμαθες έτσι, τα κίνητρα στη ζωή δεν έφτασαν να σου δείξουν πως η ζωή είναι αγάπη, συντροφιά, επικοινωνία, συναισθήματα, χαμόγελα,
η ζωή δεν είναι τελειότητα.
Η κοινωνία σου δίδαξε πως η δουλειά είναι ζωή, φτιάχνει οικογένεια, κρατά σφιχτά τους ανθρώπους, η δουλειά καλύπτει κενά, χτίζει τοίχους αδιαπέραστους
μα τελικά σε αφήνει μόνο όταν φύγει...μόνο, με ανθρώπους ξένους γύρω σου που
τους κοιτάς αλλά δεν τους βλέπεις, δεν τους αναγνωρίζεις, ενώ τους λαρεύεις.
Τι να θέλεις άραγε? Γιατί δεν θέλεις την αλήθεια, να κοιτάξεις μέσα σου?
Να δεις τι ζητάς, τι σου δείξανε τα λάθη, τι διορθώνεται, τι αλλάζει, τι σε κάνει ευτυχισμένο, χαρούμενο?
Η ματαιοδοξία μας ζει, παίρνει τον εαυτό μας, γίνεται μια άτυπη ανταλλαγή.
Γινόμαστε παρεμφερείς, ζούμε ασυναίσθητα, γινόμαστε το επίκεντρο του κόσμου, δεν είμαστε εμείς.
Κι όμως, φτάνει τόσο λίγο για μια στιγμή ευτυχίας.
Μια στιγμή με ενα παιδί που παίζει, ενα χαμόγελο, ένα χάδι, δυο μάτια αστραφτερά δίχως επίγνωση, δυό άνθρωποι σε μεγάλη ηλικία χέρι με χέρι, ένα βλέμμα δυνατό, ο αέρας της θάλλασας που φυσάει, η ηχός στο βουνό όταν φωνάζω το όνομα σου...
Θα το φωνάζω τ' όνομα σου, κι ας μην αλλάξεις ποτέ, κι ας μη δεχτείς ποτέ
ποιός είσαι.
Εγώ θα συνεχίσω να σ'αγαπώ.
με παρέες, οικογένεια, γιορτές, άπειρη γνώση, γενναιοδωρία απεριόριστη...
όμως είσαι μόνος.
Τα συναισθήματα, τα κρατάς για σένα, τα πνίγεις, τα εξαφανίζεις,
τα καταπιέζεις, τα αρνίεσαι, που τα πας δεν ξέρω,
αλλά δεν τα ζεις..
Δεν ζητάς, δεν μοιράζεσαι συνειδητά την αγάπη, δεν επικοινωνείς,
δεν αποδέχεσαι, αντιδράς, κρίνεις γιατί δεν είσαι σίγουρος τι άλλο πρέπει να κάνεις...Έχεις μέσα σου μια οργή δίχως ήχο, δίχως ρυθμό, μια συνεχή σύγκρουση που άλλοτε εκρήγνυται άλλοτε αδιαφορεί για την ζωή την ίδια.
Ζείς ακούσια μόνος, δεν συνειδητοποιείς πως δεν το διάλεξες.
Έμαθες έτσι, τα κίνητρα στη ζωή δεν έφτασαν να σου δείξουν πως η ζωή είναι αγάπη, συντροφιά, επικοινωνία, συναισθήματα, χαμόγελα,
η ζωή δεν είναι τελειότητα.
Η κοινωνία σου δίδαξε πως η δουλειά είναι ζωή, φτιάχνει οικογένεια, κρατά σφιχτά τους ανθρώπους, η δουλειά καλύπτει κενά, χτίζει τοίχους αδιαπέραστους
μα τελικά σε αφήνει μόνο όταν φύγει...μόνο, με ανθρώπους ξένους γύρω σου που
τους κοιτάς αλλά δεν τους βλέπεις, δεν τους αναγνωρίζεις, ενώ τους λαρεύεις.
Τι να θέλεις άραγε? Γιατί δεν θέλεις την αλήθεια, να κοιτάξεις μέσα σου?
Να δεις τι ζητάς, τι σου δείξανε τα λάθη, τι διορθώνεται, τι αλλάζει, τι σε κάνει ευτυχισμένο, χαρούμενο?
Η ματαιοδοξία μας ζει, παίρνει τον εαυτό μας, γίνεται μια άτυπη ανταλλαγή.
Γινόμαστε παρεμφερείς, ζούμε ασυναίσθητα, γινόμαστε το επίκεντρο του κόσμου, δεν είμαστε εμείς.
Κι όμως, φτάνει τόσο λίγο για μια στιγμή ευτυχίας.
Μια στιγμή με ενα παιδί που παίζει, ενα χαμόγελο, ένα χάδι, δυο μάτια αστραφτερά δίχως επίγνωση, δυό άνθρωποι σε μεγάλη ηλικία χέρι με χέρι, ένα βλέμμα δυνατό, ο αέρας της θάλλασας που φυσάει, η ηχός στο βουνό όταν φωνάζω το όνομα σου...
Θα το φωνάζω τ' όνομα σου, κι ας μην αλλάξεις ποτέ, κι ας μη δεχτείς ποτέ
ποιός είσαι.
Εγώ θα συνεχίσω να σ'αγαπώ.