Θεσσάλονικη. Εννιά το βράδυ. Κάνει κρύο.
Νιφάδες χιονιού κάθονται αναπαυτικά πάνω στον σκούφο μου.
Κοιτώ τη θάλασσα μέσα απο ένα τούλι φτιαγμένο απο χιόνι, έχει ομίχλη.
Στο βάθος, δυό μεγάλα φωτεινά πλοία μοιάζουν να αιωρούνται,
δεν ακουμπάνε στην επιφάνεια του νερού, ούτε βυθίζουν την πλώρη τους.
Ο αέρας μουρμουρίζει κάτι. Δεν διαμαρτύρεται.
Θέλει μόνο να αφυπνίσει τους ταξιδιώτες της νύχτας.
Εμάς που γυρνάμε κουρασμένοι απο την δουλειά,
εμάς που δε δουλεύουμε αλλά βγήκαμε να τον ακούσουμε,
εμάς που πάμε να βρούμε έναν φίλο....
Συχνά δεν θυμάμαι πως στο κόσμο δεν είμαστε μόνοι.
Η φύση προυπήρχε. Την ξεχνάω, δεν την βλέπω, δεν την ακούω.
Μα είναι κάθε μέρα εδώ.
Με χαιρετάει, με ταρακουνάει, μου χαμογελάει,
όμως άλλοτε την βλέπω, άλλοτε όχι.
Στέρεο έδαφος (γη) ή υγρό στοιχείο (θάλασσα).
Ζέστη ή κρύο.
Άπνοια ή άνεμος.
Καλοκαίρι ή χειμώνας.
Φύση. Μια μόνιμη παρέα.